- πανθῦμαδόν
- παν-θῦμαδόν: all in wrath, in full wrath, Od. 18.33†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πανθυμαδόν — πανθῡμαδόν , πανθυμαδόν most heartily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθυμαδόν — ΜΑ επίρρ. μσν. με τη συμφωνία όλων αρχ. ολόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θυμός + επιρρμ. κατάλ. αδόν, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πάνθυμος (πρβλ. ομο θυμαδόν)] … Dictionary of Greek